δυσίμερος

δυσίμερος
δῠσ-ίμερος [ῑ], ον, ka/matos, ph=ma, of the
A torments of love, A.R.3.961,4.4.
II tormented by love, Nonn.D.42.202, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δυσίμερος — δυσίμερος, ον (Α) 1. ανεπιθύμητος, δυσάρεστος 2. βασανισμένος από έρωτα …   Dictionary of Greek

  • δυσίμερος — torments of love masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσίμερον — δυσίμερος torments of love masc/fem acc sg δυσίμερος torments of love neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσιμέρου — δυσίμερος torments of love masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσίμερα — δυσίμερος torments of love neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσίμερε — δυσίμερος torments of love masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”